στόχασμα

στόχασμα
το см. στοχασμός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στόχασμα" в других словарях:

  • στόχασμα — το, ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. ό,τι στοχάζεται, ό,τι σκέπτεται κανείς αρχ. 1. αυτό με το οποίο σημαδεύει κανείς τον στόχο 2. (κατ επέκτ.) βέλος, ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • στοχάσμασιν — στόχασμα missile neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμάτιο — το, Ν [στόχασμα, άσματος] όργανο με ξύλινο κανόνα και μετρικές υποδιαιρέσεις για τοπογραφικές χωροσταθμήσεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»